- ένυλος
- ἔνυλος, -ον (AM) [ύλη]μσν.1. υλικός2. δασώδηςαρχ.1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά.επίρρ...ἐνύλως (αντίθ. τού ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς.
Dictionary of Greek. 2013.